- ρίνισμα
- το / ῥίνισμα, ΝΜΑ [ῥινίζω]το ψήγμα, το απόξεσμα που πέφτει από σκληρό σώμα, συνήθως μέταλλο, την ώρα που ρινίζεται, που αποξέεται με τη λίμα («ρινίσματα σιδήρου»)νεοελλ.η ενέργεια τού ρινίζω, το λιμάρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥίνισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίνισμα — το, ατος το λιμάρισμα· στον πληθ., ρινίσματα τα μόρια που πέφτουν από το σκληρό σώμα που ρινίζουμε, τα ρινίδια ή λιμαρίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥινίσματα — ῥίνισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινίσματι — ῥίνισμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινίσματος — ῥίνισμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BERNICE — Βερνίκη, Graecis recentioribus electrum est; unde nomine factô iuniperi gummi Vernicem hodie appellant Galli: nam et candidum est electrum et cereum et fulvum. Utuntur autem eô gummi pictores ad illuminandos colores. Bernice vero ex Beronice,… … Hofmann J. Lexicon universale
διάξυσμα — το (Α διάξυσμα) [διαξύω] η αυλάκωση τής λεπίδας σπαθιού ή λόγχης, κοντακίου όπλου κ.λπ. αρχ. 1. ράβδωση κιόνων 2. απόξεσμα, ψήγμα, ρίνισμα … Dictionary of Greek
κατάξεσμα — κατάξεσμα, τὸ (Α) [καταξέω] κατάξυσμα*, μικρό κομμάτι, ξέσμα, ρίνισμα, πελεκούδι … Dictionary of Greek
κατάξυσμα — κατάξυσμα, τὸ (Α) [καταξύω] (σχόλ.) απόξεσμα, ρίνισμα … Dictionary of Greek
κιβδηλεία — Η ελάττωση της εσωτερικής αξίας μεταλλικού νομίσματος με οποιονδήποτε μηχανικό ή χημικό τρόπο (περικοπή, διάτρηση, ρίνισμα κλπ.). Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι επιφέρει μείωση της αξίας της ύλης που περιέχεται στο νόμισμα, χωρίς όμως να θίγει… … Dictionary of Greek